
Η πλατφόρμα G1000 είναι ένα καινοτόμο εγχείρημα συμμετοχικής δημοκρατίας που αναδύθηκε στο Βέλγιο κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής κρίσης της περιόδου 2010-2011. Η πολιτική κρίση στο Βέλγιο ξεκίνησε το 2007 και κορυφώθηκε μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές και την αδυναμία των βουλευτικών εκλογών να δώσουν καθαρή πλειοψηφία σε κάποιο κόμμα. Τα δύο μεγαλύτερα εκλεγμένα κόμματα ( Συντηρητικό Φλαμανδικό/ Φλαμανδική Συμμαχία και το Γαλλόφωνο Σοσιαλδημοκρατικό) δεν κατόρθωσαν να δημιουργήσουν εύκολα συνασπισμό και χρειάστηκαν 541 ώστε το νέο κοινοβούλιο να δημιουργήσει νέα κυβέρνηση.
Κύριος σκοπός του εγχειρήματος είναι η συμμετοχή του μέγιστου δυνατού αριθμού πολιτών στον πολιτικό διάλογο για τη δημιουργία χρήσιμων προτάσεων πολιτικής. Οι εμπνευστές του εγχειρήματος είχαν την ελπίδα ότι το μοντέλο της συμμετοχικής δημοκρατίας θα κερδίσει έδαφος στο βελγικό πολιτικό σκηνικό. Το εγχείρημα έλαβε χώρα σε τρεις φάσεις με τα αποτελέσματα της κάθε φάσης να αποτελούν βάση για την επόμενη.
Η διακήρυξη της πλατφόρμας G1000 δημοσιεύτηκε στις 10 Ιουνίου του 2011, σε 5 εφημερίδες εθνικής εμβέλειας, και υπογραμμίζει πρώτα από όλα ότι η πολιτική κρίση στο Βέλγιο δεν θα πρέπει να θεωρείται μόνο Βελγική αλλά, κρίση της δημοκρατίας γενικότερα. Το μανιφέστο , επίσης, υποστηρίζει ότι το ισχύον, από το 1830, σύστημα κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είναι παρωχημένο με τις εκλογές να παρακωλύουν αντί, να διευκολύνουν τη χρηστή διακυβέρνηση. Η κοινωνία των πολιτών δεν μπορεί να επιτελέσει το καθήκον της ως διαμεσολαβητής μεταξύ των πολιτών και των πολιτικών σχηματισμών.
Το διακήρυξη προκρίνει το μοντέλο της συμμετοχικής δημοκρατίας στο οποίο το βελγικό πολιτικό σύστημα δεν έχει καθόλου παράδοση. Χαρακτηριστικά η διακήρυξη επισημαίνει ότι οι Βέλγοι πολιτικοί έδωσαν περισσότερο βάρος στις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις με αποτέλεσμα να υποσκελιστούν οι δημοκρατικές. Η συμμετοχική δημοκρατία μπορεί να υπερβεί τα όρια της αντιπροσωπευτικής χωρίς να την αντικαταστήσει. Ζητούμενο δεν είναι η αντικατάσταση των κοινοβουλίων και των βουλευτών αλλά, ο εμπλουτισμός τους. Η μετάβαση σε μία άλλη μορφή δημοκρατίας.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης του εγχειρήματος επιχειρήθηκε να διαμορφωθεί μία ατζέντα θεμάτων προς συζήτηση και διαβούλευση. Σε αυτή τη φάση, οποιοδήποτε άτομο με πρόσβαση στο Διαδίκτυο μπορούσε να συμμετάσχει προτείνοντας μια ερώτηση ή το θέμα για τη σύνοδο κορυφής των πολιτών (δεύτερη φάση). Περισσότερα από 6000 άτομα έλαβαν μέρος σε αυτή τη διαδικασία . Όσοι κατέθεταν πρόταση μπορούσαν και να ψηφίσουν προτάσεις που είχαν καταθέσει άλλοι. Κατατέθηκαν μερικές χιλιάδες ιδέες τις οποίες οι διοργανωτές ομαδοποίησαν σε 25 ενότητες. Τον Οκτώβριο του 2011 το κοινό κλήθηκε σε ψηφοφορία για την ανάδειξη των τριών σημαντικότερων θεμάτων που θα τεθούν σε διαβούλευση στη δεύτερη φάση. Τα θέματα του επικράτησαν ήταν αυτά της κοινωνική ασφάλισης, της μετανάστευσης και της διανομής του πλούτου σε περιόδους οικονομικής κρίσης.
Για τη δεύτερη φάση, τη σύνοδο κορυφής των πολιτών, το 90 % των συμμετεχόντων επιλέχτηκαν μέσω τυχαίων τηλεφωνικών κλήσεων. Το άλλο 10 % των συμμετεχόντων προέρχονταν από περιθωριοποιημένες δημογραφικά όπως άστεγοι ή μετανάστες. Οι συμμετέχοντες κυμαίνονταν από 18 εώς 85 ετών, ενώ το φύλο τους και τη γλωσσική πολυμορφία αντανακλούσε το σύνολο των βέλγων κατοίκων. Οι 1000 συμμετέχοντες δεσμεύτηκαν να παρακολουθήσουν τη σύνοδο κορυφής, ενώ 704 έλαβαν πράγματι μέρος. Η σύνοδος κορυφής έλαβε χώρα στις Βρυξέλλες το Νοέμβριο του 2011. Τα θέματα παρουσιάστηκαν και τέθηκαν σε διαβούλευση σε διάφορα στάδια και ψηφοφορίες για την τελική κατάθεση προτάσεων για τα τρία θέματα που είχαν οριστεί στην πρώτη φάση.
Κατά τη διάρκεια της τρίτης φάσης, επεξεργάστηκαν τα συμπεράσματα και οι προτάσεις της δεύτερης φάσης από μία ομάδα 32 πολιτών οι οποίοι επιλέχθηκαν τυχαία μεταξύ αυτών που συμμετείχαν στη σύνοδο κορυφής. Η ομάδα αυτή συζήτησε τις προτάσεις της δεύτερης φάσης, κατέληξε σε συμπεράσματα και τις μετέτρεψε σε προτάσεις πολιτικής. Οι πολίτες χωρίστηκαν σε πάνελ και αποφάσισαν με συναίνεση κατόπιν διαβούλευσης.
Το εγχείρημα της πλατφόρμας επιχείρησε να πειραματιστεί με τη συμμετοχική δημοκρατία και κυρίως να θέσει στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου την ανάγκη για δημοκρατική καινοτομία και όντως το κατόρθωσε. Είχε μεγάλο αντίκτυπο στα ΜΜΕ και την τρίτη φάση ακολούθησε μία σαφής και εκτεταμένη τελική έκθεση με σαφείς συστάσεις πολιτικής για τη θεματολογία που ορίστηκε στην πρώτη φάση. Βέλγοι πολιτικοί από όλο το πολιτικό φάσμα κατέθεσαν την άποψή τους για το εγχείρημα το οποίο προσέλκυσε και διεθνή προσοχή ( η Ολλανδία οργάνωσε αντίστοιχα την πλατφόρμα G500).
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Κότταρη – YouthNet